- λευκοπώγων
- ο1. αυτός που έχει λευκά γένια, ασπρογένης2. βοτ.γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας επακριδίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)-* + πώγων «γένι». Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.